σύσκιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σύσκιος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλεται από [[παντού]] από [[σκιά]] («ἐν τοῑς συσκίοις ἄλσεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σύσκιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τόπος]] [[πυκνά]] σκιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>πυκνή [[σκιά]] («τοῡ τε ἄγνού τὸ [[ὕψος]] καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>σκιος</i>. Το επίθ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. του ρ. [[συσκιάζω]].
|mltxt=-α, -ο / [[σύσκιος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιβάλλεται από [[παντού]] από [[σκιά]] («ἐν τοῑς συσκίοις ἄλσεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το σύσκιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τόπος]] [[πυκνά]] σκιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>πυκνή [[σκιά]] («τοῡ τε ἄγνού τὸ [[ὕψος]] καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>σκιος</i>. Το επίθ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. του ρ. [[συσκιάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που καλύπτεται [[παντού]] από πυκνή [[σκιά]], [[σκιερός]], σε Ξεν.· <i>σύσκιόν τι</i>, [[μέρος]] που καλύπτεται από πυκνή [[σκιά]], σκιερό [[μέρος]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσκῐος Medium diacritics: σύσκιος Low diacritics: σύσκιος Capitals: ΣΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: sýskios Transliteration B: syskios Transliteration C: syskios Beta Code: su/skios

English (LSJ)

ον,

   A closely shaded, thickly shaded, X.Cyn. 8.4, Arist.HA556a25; τὸ σ. the thick shade of a tree, Pl.Phdr.230b; the closely-shaded place, Luc.Anach.16.

German (Pape)

[Seite 1042] ganz umschattet, bedeckt; Xen. Cyn. 8, 4; ἄλσος, Orph.; δάφναι, Alciphr. 1, 39; τὸ σύσκιον, das Schattige, der Schatten, τοῦ ἄγνου, Plat. Phaedr. 230 b; Luc. Gymn. 16.

Greek (Liddell-Scott)

σύσκιος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν σκιάν, πυκνῶς ἐσκιασμένος, Ξεν. Κυν. 8, 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 3· τὸ σύσκιον, ἡ πυκνὴ σκιὰ δένδρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· σύσκιόν τι, τόπος πυκνῶς ἐσκιασμένος, Λουκ. Ἀνάχαρσ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ombragé.
Étymologie: σύν, σκιά.

Greek Monolingual

-α, -ο / σύσκιος, -ον, Α
1. αυτός που περιβάλλεται από παντού από σκιά («ἐν τοῑς συσκίοις ἄλσεσιν», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το σύσκιο(ν)
τόπος πυκνά σκιασμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. πυκνή σκιά («τοῡ τε ἄγνού τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. κατά-σκιος. Το επίθ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. του ρ. συσκιάζω.

Greek Monotonic

σύσκιος: -ον (σκιά), αυτός που καλύπτεται παντού από πυκνή σκιά, σκιερός, σε Ξεν.· σύσκιόν τι, μέρος που καλύπτεται από πυκνή σκιά, σκιερό μέρος, σε Λουκ.