φοινίκι: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(45) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[φοινίκιον]], ΝΜΑ, και φοινίκιν Μ [[ | |mltxt=το / [[φοινίκιον]], ΝΜΑ, και φοινίκιν Μ [[φοῖνιξ</i> (III), -<i>οίνικος]]<br />[[είδος]] φοινικοειδούς φυτού, η [[χουρμαδιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] του [[παραπάνω]] φυτού, ο [[χουρμάς]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] γλυκίσματος, το [[μελομακάρονο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρασί]] από τους καρπούς του φυτού [[αυτού]]. | ||
}} | }} |