τρᾶχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(41)
(41)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=και τραχούρι, το, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].
|mltxt=και τραχούρι, το, Ν<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νεώτερος [[σχηματισμός]] από το επίθ. [[τραχύς]] [[κατά]] το σχ. [[τάχος]]: [[ταχύς]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾶχος Medium diacritics: τρᾶχος Low diacritics: τράχος Capitals: ΤΡΑΧΟΣ
Transliteration A: trâchos Transliteration B: trachos Transliteration C: trachos Beta Code: tra=xos

English (LSJ)

   A duretum, Gloss.

Greek Monolingual

και τραχούρι, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης].

Greek Monolingual

Α
τραχύ, ανώμαλο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός από το επίθ. τραχύς κατά το σχ. τάχος: ταχύς.