τραγηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τράγημα]], <i>τραγήματος</i>]<br />[[τρώω]] τραγήματα.
|mltxt=Α [[τράγημα]], <i>τραγήματος</i>]<br />[[τρώω]] τραγήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγημᾰτίζω:''' [[τρώω]] ζαχαρωτά, σε Αριστ.· ομοίως στο Μέσ. τύπο, <i>τραγηματίζομαι</i>, σε Θεόφρ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραγημᾰτίζω Medium diacritics: τραγηματίζω Low diacritics: τραγηματίζω Capitals: ΤΡΑΓΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: tragēmatízō Transliteration B: tragēmatizō Transliteration C: tragimatizo Beta Code: traghmati/zw

English (LSJ)

   A eat τραγήματα, ἐν τοῖς θεάτροις Arist. EN1175b12:—more freq. in Med., Men.518.14, Thphr.Char.11.4, Ath.4.140e, etc.

German (Pape)

[Seite 1132] Arist. eth. 10, 5, u. gew. τραγηματίζομαι, Nachtisch, Naschwerk essen, naschen, Men. bei Ath. IV, 172 b.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγημᾰτίζω: τρώγω τραγήματα· ἐν τοῖς θεάτροις Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 4· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τραγηματίζομαι Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 14, Θεοφρ. Χαρ. 12, Ἀθήν. 140Ε, κλπ.

French (Bailly abrégé)

manger pour dessert ou comme régal;
Moy. τραγηματίζομαι m. sign.
Étymologie: τράγημα.

Greek Monolingual

Α τράγημα, τραγήματος]
τρώω τραγήματα.

Greek Monotonic

τρᾰγημᾰτίζω: τρώω ζαχαρωτά, σε Αριστ.· ομοίως στο Μέσ. τύπο, τραγηματίζομαι, σε Θεόφρ.