φερένικος: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[νικηφόρος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Φερένικος</i><br />όνομα αλόγου του Ιέρωνος, το οποίο διακρίθηκε σε ιπποδρομικούς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του <i>α</i>' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>νικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>νικος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[νικηφόρος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Φερένικος</i><br />όνομα αλόγου του Ιέρωνος, το οποίο διακρίθηκε σε ιπποδρομικούς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του <i>α</i>' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>νικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νίκη]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλό</i>-<i>νικος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φερένῑκος:''' -ον ([[νίκη]]), αυτός που φέρει τη [[νίκη]], [[νικηφόρος]], σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A carrying off victory, victorious, name of a race-horse of King Hiero, Pi.O.1.18, etc. (The fem. pr.n. Βερενίκη is Maced. for Φερενίκη.)
German (Pape)
[Seite 1261] Sieg bringend, davontragend, siegreich. Als, nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
φερένῑκος: -ον, ὁ φέρων νίκην, νικητής, ὄνομα ἵππου τινὸς τοῦ Ἱέρωνος διακριθέντος ἐν τοῖς ἱπποδρομικοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ο. Ι. 29, κλπ. (Τὸ θηλ. κύρ. ὄνομα Βερενίκη εἶναι Μακεδονικ. ἀντὶ Φερενίκη, πρβλ. Β. β. ΙΙ.)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. νικηφόρος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Φερένικος
όνομα αλόγου του Ιέρωνος, το οποίο διακρίθηκε σε ιπποδρομικούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -νικος (< νίκη), πρβλ. φιλό-νικος].
Greek Monotonic
φερένῑκος: -ον (νίκη), αυτός που φέρει τη νίκη, νικηφόρος, σε Πίνδ.