Τυρρηνός: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. [[Τυρσηνός]] και δωρ. τ. [[Τυρρανός]] και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και [[Τυρρηνίς]] και ιων. τ. [[Τυρσηνίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Τυρρηνοί</i> ή <i>Τυρσηνοί</i><br />οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική [[ονομασία]] τών Ετρούσκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοπωνύμιο]] <i>Τύρρα</i> / <i>Τύρσα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τύρσις]])]. | |mltxt=και ιων. τ. [[Τυρσηνός]] και δωρ. τ. [[Τυρρανός]] και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και [[Τυρρηνίς]] και ιων. τ. [[Τυρσηνίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ Τυρρηνοί</i> ή <i>Τυρσηνοί</i><br />οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική [[ονομασία]] τών Ετρούσκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοπωνύμιο]] <i>Τύρρα</i> / <i>Τύρσα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τύρσις]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Τυρρηνός:''' βλ. [[Τυρσηνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A Tyrrhenian, IG22.1629.223, Plb.1.6.4, etc.; cf. Τυρσηνικός.
Greek (Liddell-Scott)
Τυρρηνός: ἴδε Τυρσηνός.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
de Tyrrhénie, tyrrhénien ; οἱ Τυρρηνοί les Tyrrhéniens.
Étymologie:.
Greek Monolingual
και ιων. τ. Τυρσηνός και δωρ. τ. Τυρρανός και Τυρσανός, -ή, -όν, θηλ. και Τυρρηνίς και ιων. τ. Τυρσηνίς, -ίδος, Α
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Τυρρηνία
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Τυρρηνοί ή Τυρσηνοί
οι κάτοικοι της Τυρρηνίας, ελληνική ονομασία τών Ετρούσκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Τύρρα / Τύρσα (βλ. λ. τύρσις)].
Greek Monotonic
Τυρρηνός: βλ. Τυρσηνός.