σφαραγίζω: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />ηχώ με πολύ θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του <i>σφαραγοῦμαι</i> με κατάλ. -<i>ίζω</i>]. | |mltxt=Α<br />ηχώ με πολύ θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του <i>σφαραγοῦμαι</i> με κατάλ. -<i>ίζω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφᾰρᾰγίζω:''' μόνο σε Επικ. παρατ. <i>σφαράγιζον</i>, συνταράζω [[παράγοντας]] κρότο, [[δονώ]] θορυβωδώς, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A stir up with noise and bustle, σὺν δ' ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.Th.706.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰρᾰγίζω: δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.
French (Bailly abrégé)
soulever avec bruit.
Étymologie: σφάραγος.
Greek Monolingual
Α
ηχώ με πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του σφαραγοῦμαι με κατάλ. -ίζω].
Greek Monotonic
σφᾰρᾰγίζω: μόνο σε Επικ. παρατ. σφαράγιζον, συνταράζω παράγοντας κρότο, δονώ θορυβωδώς, σε Ησίοδ.