τυμβοχόη: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[τυμβοχοῶ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του τυμβοχοῶ, [[επισώρευση]] χώματος [[πάνω]] σε τάφο νεκρού. | |mltxt=ἡ, Α [[τυμβοχοῶ]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του τυμβοχοῶ, [[επισώρευση]] χώματος [[πάνω]] σε τάφο νεκρού. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τυμβοχόη:''' ἡ, [[συσσώρευση]] χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A the throwing up a cairn or barrow, ibid. (nisi leg. τυμβοχοῆσ', v. foreg.).
Greek (Liddell-Scott)
τυμβοχόη: (οὐχί -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
English (Autenrieth)
see the foregoing.
Greek Monolingual
ἡ, Α τυμβοχοῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυμβοχοῶ, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού.
Greek Monotonic
τυμβοχόη: ἡ, συσσώρευση χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.