ὑπενδύτης: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(43)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypendytis
|Transliteration C=ypendytis
|Beta Code=u(pendu/ths
|Beta Code=u(pendu/ths
|Definition=[δῠ], ου, ὁ, = foreg., <span class="bibl">Str.15.3.19</span>.
|Definition=ου, ὁ, = [[ὑπένδυμα]] ([[undergarment]]), Str. 15.3.19.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:02, 16 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπενδύτης Medium diacritics: ὑπενδύτης Low diacritics: υπενδύτης Capitals: ΥΠΕΝΔΥΤΗΣ
Transliteration A: hypendýtēs Transliteration B: hypendytēs Transliteration C: ypendytis Beta Code: u(pendu/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = ὑπένδυμα (undergarment), Str. 15.3.19.

German (Pape)

[Seite 1187] ὁ, = Vorigem, Strabo XV.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπενδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = ὑπένδυμα, Στράβ. 734. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ο / ὑπενδύτης, ΝΑ ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχο
νεοελλ.
1. γιλέκο
2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.