Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιδήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φίδι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[λεπτός]] και [[ευλύγιστος]] σαν [[φίδι]] («φιδήσιο [[κορμί]]»)<br />β) [[ελικοειδής]] («[[φιδήσιος]] [[δρόμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φίδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αλογ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φίδι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[λεπτός]] και [[ευλύγιστος]] σαν [[φίδι]] («φιδήσιο [[κορμί]]»)<br />β) [[ελικοειδής]] («[[φιδήσιος]] [[δρόμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φίδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> ([[πρβλ]]. [[αλογήσιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 11 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φίδι
2. μτφ. α) λεπτός και ευλύγιστος σαν φίδι («φιδήσιο κορμί»)
β) ελικοειδήςφιδήσιος δρόμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αλογήσιος)].