Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φορμίς: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> [[φορμίον]]<br /><b>2.</b> πλεκτό αλιευτικό όργανο, [[είδος]] κύρτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> [[φορμίον]]<br /><b>2.</b> πλεκτό αλιευτικό όργανο, [[είδος]] κύρτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορμός]] «πλεκτό [[σκεύος]], [[καλάθι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φορμίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[φορμός]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμίς Medium diacritics: φορμίς Low diacritics: φορμίς Capitals: ΦΟΡΜΙΣ
Transliteration A: phormís Transliteration B: phormis Transliteration C: formis Beta Code: formi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of φορμός,

   A small basket, Ar.V.58, Alex.310; used for fishing, Arist.HA547a2.

German (Pape)

[Seite 1300] ίδος, ἡ, dim. von φορμός, Körbchen, Ar. Vesp. 58.

Greek (Liddell-Scott)

φορμίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ φορμός, μικρὸν καλάθιον, Ἀριστοφ. Σφ. 58, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 69· χρήσιμον εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 5· ― οὕτω φορμίσκος, ὁ, Πλάτ. Λῦσις 206Ε· «φορμίσκοι, καλαθίσκοι, πλεκτὰ ἀγγεῖα» Ἐτυμ. Μέγ. 798, 51· φορμίσκιον, τό, Πολυδ. Ζ΄, 173.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petit panier, petite corbeille.
Étymologie: dim. de φορμός.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. υποκορ. φορμίον
2. πλεκτό αλιευτικό όργανο, είδος κύρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].

Greek Monotonic

φορμίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του φορμός, σε Αριστοφ.