υποκόλπιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(43) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[αγκαλιά]] κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ' ὑποκόλπιον [[ἄλλην]];», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κρυμμένος [[μέσα]] στην [[αγκαλιά]] ή [[κάτω]] από τη [[ζώνη]] κάποιου (α. «[[βιβλίδιον]]... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «παίουσι πληγαῑς κατακαρδίαις ξίφεσιν, οἷς ἐπεφέροντο ὑποκολπίοις», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[κοιλιά]], [[δηλαδή]] στη [[μήτρα]], της μητέρας του<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑποκόλπιον | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[αγκαλιά]] κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ' ὑποκόλπιον [[ἄλλην]];», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κρυμμένος [[μέσα]] στην [[αγκαλιά]] ή [[κάτω]] από τη [[ζώνη]] κάποιου (α. «[[βιβλίδιον]]... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «παίουσι πληγαῑς κατακαρδίαις ξίφεσιν, οἷς ἐπεφέροντο ὑποκολπίοις», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[κοιλιά]], [[δηλαδή]] στη [[μήτρα]], της μητέρας του<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑποκόλπιον τοῦ χώρου<br />τῆς στάσεως χῶραι αἱ ἄτιμοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐγ</i>-<i>κόλπ</i>-<i>ιος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 25 March 2021
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά κάποιου («μὴ τὸν ἐραστὴν εἶδες ἔχονθ' ὑποκόλπιον ἄλλην;», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά ή κάτω από τη ζώνη κάποιου (α. «βιβλίδιον... πολλάκι φοιτήσεις ὑποκόλπιον», Ανθ. Παλ.
β. «παίουσι πληγαῑς κατακαρδίαις ξίφεσιν, οἷς ἐπεφέροντο ὑποκολπίοις», Ηρωδιαν.)
2. αυτός που βρίσκεται στην κοιλιά, δηλαδή στη μήτρα, της μητέρας του
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκόλπιον τοῦ χώρου
τῆς στάσεως χῶραι αἱ ἄτιμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κόλπος (Ι) + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐγ-κόλπ-ιος)].