τεῦθος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(41)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] μαλακίου μεγαλύτερου από την τευθίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[τευθίς]] [[κατά]] τα δευτερόκλιτα αρσ.].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] μαλακίου μεγαλύτερου από την τευθίδα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[τευθίς]] [[κατά]] τα δευτερόκλιτα αρσ.].
}}
{{elru
|elrutext='''τεῦθος:''' и [[τευθός]] ὁ каракатица, сепия (Sepia officinalis) Arst.
}}
}}

Revision as of 04:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεῦθος Medium diacritics: τεῦθος Low diacritics: τεύθος Capitals: ΤΕΥΘΟΣ
Transliteration A: teûthos Transliteration B: teuthos Transliteration C: teythos Beta Code: teu=qos

English (LSJ)

ὁ,

   A calamary or squid, of a larger kind than the τευθίς, perh.Todarodes sagittatus, Arist.HA490b13, 524a25, Fr.340.

German (Pape)

[Seite 1101] od. τευθός, ὁ, eine ähnliche Dintenfischart wie τευθίς, davon unterschieden in der Größe; Arist. H. A. 4, 1; Ath. VII, 326.

Greek (Liddell-Scott)

τεῦθος: ὁ, μαλάκιον μεῖζον τῆς τευθίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 1, 8, πρβλ. 1. 6, 2, Ἀποσπ. 319, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
seiche ou calmar de grande espèce, poisson.
Étymologie: v. τευθίς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος μαλακίου μεγαλύτερου από την τευθίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. τευθίς κατά τα δευτερόκλιτα αρσ.].

Russian (Dvoretsky)

τεῦθος: и τευθός ὁ каракатица, сепия (Sepia officinalis) Arst.