τελεαρχία: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(40)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τελέαρχος]]<br />το [[αξίωμα]] του τελεάρχου.
|mltxt=ἡ, Α [[τελέαρχος]]<br />το [[αξίωμα]] του τελεάρχου.
}}
{{elru
|elrutext='''τελεαρχία:''' ἡ должность телеарха, телеархия Plut.
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1084] ἡ, das Amt od. Geschäft eines τελέαρχος, Plut. reip. ger. praec. 15; E. M Vgl. das Folgende.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge du τελέαρχος.

Greek Monolingual

ἡ, Α τελέαρχος
το αξίωμα του τελεάρχου.

Russian (Dvoretsky)

τελεαρχία: ἡ должность телеарха, телеархия Plut.