ὑπόρχημα: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[ὑπόρχημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑπορχοῡμαι]]<br />[[είδος]] της αρχαίας λατρευτικής λυρικής ποίησης, πιθανότατα χορικό υμνικό [[άσμα]], το οποίο συνοδευόταν από ζωηρή όρχηση και έντονες μιμικές κινήσεις. | |mltxt=το / [[ὑπόρχημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑπορχοῡμαι]]<br />[[είδος]] της αρχαίας λατρευτικής λυρικής ποίησης, πιθανότατα χορικό υμνικό [[άσμα]], το οποίο συνοδευόταν από ζωηρή όρχηση και έντονες μιμικές κινήσεις. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπόρχημα:''' -ατος, τό, [[υπόρχημα]] ή [[χορικός]] ύμνος αφιερωμένος στον Απόλλωνα, [[κυρίως]] σε Κρητικούς στίχους, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A song accompanied by dancing and pantomimic action, Pl. Ion534c, D.H.Dem.7, Plu.2.1134c, Luc.Salt.16.
German (Pape)
[Seite 1231] τό, ein dem Apollo geweihter, gew. in kretischem Versmaaße gedichteter u. dah. dem Päan nahe verwandter Chorgesang, bei welchem eigene Pantomimen die gesungenen Worte mit Gebehrdenspiel begleiteten, vgl. Böckh de metr. Pind. p. 201. 270; Plat. Ion 534 c; Ath. XIV, 630 e u. V, 181 b. – Dah. auch ein für die Pantomime gemachtes Stück, Luc. de salt. 16 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρχημα: τό, χορικὸς ὕμνος εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν Κρητικοῖς στίχοις πεποιημένος, ὅθεν καὶ ὅμοιος τῷ Παιᾶνι, Πλάτ. Ἴων 534C, Διον. Ἁλ. περὶ τῆς Δημοσθ. δεινότ. 7, Πλούτ. 2. 1134C, κλπ.· (περὶ τῆς διαφορᾶς ἴδε Müller Literat. of. Gr. 1. σ. 160)· - ἦτο δὲ ὁ ὕμνος οὗτος ζωηρὸς καὶ συνωδεύετο ὑπὸ ὀρχήσεως καὶ μιμικῆς παραστάσεως (Λουκ. περὶ Ὀρχ. 16), ὑπὸ δὲ τοῦ Ἀθην. (630Ε) παραβάλλεται πρὸς τὸν κόρδακα, «ἡ δ’ ὑπορχηματικὴ τῇ κωμικῇ οἰκειοῦται, ἥτις καλεῖται κόρδαξ· παιγνιώδεις δ’ εἰσὶν ἀμφότεραι». Τὰ τοῦ Πινδάρου Ἀποσπάσματα 71-82 εἶναι λείψανα ὑπορχημάτων· ἴδε Σιμωνίδ. 36 κἑξ., Βακχυλ. Ἀποσπ. 14 (22), 15 (23), 16 (31), Πρατίν. 1. Τὰ πρῶτα ἴχνη ὑπορχήματος εὑρίσκονται ἐν Ἰλ. Σ. 593 κἑξ., Ὀδ. Θ. 261 κἑξ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 281 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pantomime.
Étymologie: ὑπορχέομαι.
Greek Monolingual
το / ὑπόρχημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑπορχοῡμαι
είδος της αρχαίας λατρευτικής λυρικής ποίησης, πιθανότατα χορικό υμνικό άσμα, το οποίο συνοδευόταν από ζωηρή όρχηση και έντονες μιμικές κινήσεις.
Greek Monotonic
ὑπόρχημα: -ατος, τό, υπόρχημα ή χορικός ύμνος αφιερωμένος στον Απόλλωνα, κυρίως σε Κρητικούς στίχους, σε Πλάτ.