ταγεία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[ταγεύω]]<br />το [[αξίωμα]] και το [[λειτούργημα]] του ταγού.
|mltxt=ἡ, Α [[ταγεύω]]<br />το [[αξίωμα]] και το [[λειτούργημα]] του ταγού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾱγεία:''' ἡ, το [[αξίωμα]] ή [[υπούργημα]] του <i>ταγοῦ</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγεία Medium diacritics: ταγεία Low diacritics: ταγεία Capitals: ΤΑΓΕΙΑ
Transliteration A: tageía Transliteration B: tageia Transliteration C: tageia Beta Code: tagei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office or rank of ταγός, X.HG6.4.34.

German (Pape)

[Seite 1063] ὴ, Amt, Würde des ταγός, das Beherrschen, der Oberbefehl, die oberste Leitung, Anführung, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

τᾱγεία: ἡ, τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ ταγοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de ταγός.

Greek Monolingual

ἡ, Α ταγεύω
το αξίωμα και το λειτούργημα του ταγού.

Greek Monotonic

τᾱγεία: ἡ, το αξίωμα ή υπούργημα του ταγοῦ, σε Ξεν.