σωματώ: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(40)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όω, ΜΑ [[σῶμα]], <i>σώματος</i>]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σωματική [[υπόσταση]], υλική [[φύση]] σε [[κάτι]], [[ενσαρκώνω]] («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>σωματοῡμαι</i> -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ.<br />β. «τὸν ἀέρα σωματοῡσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-όω, ΜΑ [[σῶμα]], <i>σώματος</i>]<br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] σωματική [[υπόσταση]], υλική [[φύση]] σε [[κάτι]], [[ενσαρκώνω]] («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>σωματοῦμαι</i> -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ.<br />β. «τὸν ἀέρα σωματοῡσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

-όω, ΜΑ σῶμα, σώματος]
1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική φύση σε κάτι, ενσαρκώνω («ὁ Λόγος ἑαυτὸν ἐσωμάτωσε», Καισ. Ναζ.)
2. παθ. σωματοῦμαι -όομαι
γίνομαι στερεότερος, υλικότερος (α. «ὀποὶ σωματωθέντες», Θεόφρ.
β. «τὸν ἀέρα σωματοῡσθαι», Αριστοτ.).