σωματότης: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[σῶμα]], <i>σώματος</i>]<br />το να έχει [[κάτι]] ή [[κάποιος]] [[σώμα]], σωματική [[υπόσταση]]. | |mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[σῶμα]], <i>σώματος</i>]<br />το να έχει [[κάτι]] ή [[κάποιος]] [[σώμα]], σωματική [[υπόσταση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωμᾰτότης:''' ητος ἡ телесность, вещественность Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A corporeality, S.E.M.3.85, Gal.19.482, Plot.2.4.12, Theol.Ar.5, Iamb.Protr.21.
German (Pape)
[Seite 1060] ητος, ἡ, die Körperlichkeit, das Körpersein, S. Emp. adv. phys. 1, 371, oft.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης σώματος, ἡ φύσις τοῦ σώματος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85. Γαλην.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ σῶμα, σώματος]
το να έχει κάτι ή κάποιος σώμα, σωματική υπόσταση.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτότης: ητος ἡ телесность, вещественность Sext.