σφύραινα: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />τελεόστεο περκόμορφο [[ψάρι]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] sphyraenidae, κν. [[σήμερα]] [[λούτσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφῦρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αινα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μύρ</i>-<i>αινα</i>). Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του σχήματός του].
|mltxt=η, ΝΑ<br />τελεόστεο περκόμορφο [[ψάρι]] που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] sphyraenidae, κν. [[σήμερα]] [[λούτσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφῦρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αινα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μύρ</i>-<i>αινα</i>). Το [[ψάρι]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του σχήματός του].
}}
{{elru
|elrutext='''σφύραινα:''' ἡ сфирена (род морской рыбы) Arst.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφύραινα Medium diacritics: σφύραινα Low diacritics: σφύραινα Capitals: ΣΦΥΡΑΙΝΑ
Transliteration A: sphýraina Transliteration B: sphyraina Transliteration C: sfyraina Beta Code: sfu/raina

English (LSJ)

ἡ, a sea-fish, of two sorts acc. to Opp.H.1.172:    a the bicuda, Sphyraena spet;    b = Att. κέστρα, Stratt.28, Antiph.97, Arist.HA610b5. [ῡ, Opp.l.c., but Stratt. l.c. has σφῠρ-.]

Greek (Liddell-Scott)

σφύραινα: θαλάσσιός τις ἰχθὺς οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, παρ’ Ἀττικ. κέστρα, «ἡ σφύραινα δ’ ἐστὶ τίς; -κέστραν μὲν ὕμμες ὡττικοὶ κικλήσκετε» Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Εὐθυδίκῳ» 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1· «κέστρα γὰρ ἡ σφῦρα διὸ καὶ ὁ καλούμενος ἰχθὺς σφύραινα, συνωνύμως καὶ κέστρα ὠνόμασται» Σημείωσις Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σελ. 87. [Θὰ περιέμενέ τις ῡ, ἀλλ’ ὁ Στράττις ἔνθ’ ἀνωτέρ. ἔχει σφῠρ-· καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 172., 3. 117 ὑπάρχει διάφορ. γραφ. μῡραιναι].

Greek Monolingual

η, ΝΑ
τελεόστεο περκόμορφο ψάρι που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια sphyraenidae, κν. σήμερα λούτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + επίθημα -αινα (πρβλ. μύρ-αινα). Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματός του].

Russian (Dvoretsky)

σφύραινα: ἡ сфирена (род морской рыбы) Arst.