Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υποκνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(43)
 
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] λίγο («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξύνω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[αισθάνομαι]] κρυφό [[γαργάλημα]], κρυφό ερεθισμό («ἡμεῑς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]], [[ερεθίζω]], [[ενοχλώ]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] λίγο («ἑτέροις ἑτέρων [[ἔρως]] ὑπέκνισε φρένας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξύνω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[αισθάνομαι]] κρυφό [[γαργάλημα]], κρυφό ερεθισμό («ἡμεῖς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]], [[ερεθίζω]], [[ενοχλώ]]»].
}}
}}

Revision as of 18:10, 29 January 2022

Greek Monolingual

ΜΑ
μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.)
αρχ.
1. ξύνω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῖς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κνίζω «ξύνω, ερεθίζω, ενοχλώ»].