χαλκοάρης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(46) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χαλκοάρας]], -ες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκήρης]]. | |mltxt=και [[χαλκοάρας]], -ες, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[χαλκήρης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαλκοάρης:''' [ᾰ], -ες, γεν. <i>-εος</i>, ποιητ. [[μορφή]] του χαλκ-[[ήρης]], οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1330] ες, od. χαλκοάρας, ὁ, poet. = χαλκήρης, Pind. I. 3, 81. 4, 45.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοάρης: [ᾰ], ες, γεν. εος, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ χαλκήρης, ὡπλισμένος διὰ χαλκῶν ὅπλων, Πινδ. Ι. 4 (3). 107., 5 (4). 51.
Greek Monolingual
και χαλκοάρας, -ες, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χαλκήρης.
Greek Monotonic
χαλκοάρης: [ᾰ], -ες, γεν. -εος, ποιητ. μορφή του χαλκ-ήρης, οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ.