φιλαναγνώστης: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν<br />αυτός που του αρέσει η [[ανάγνωση]], το [[διάβασμα]] («ἦν δὲ φύσει [[φιλόλογος]]... καὶ [[φιλαναγνώστης]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναγνώστης]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν<br />αυτός που του αρέσει η [[ανάγνωση]], το [[διάβασμα]] («ἦν δὲ φύσει [[φιλόλογος]]... καὶ [[φιλαναγνώστης]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναγνώστης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλᾰνᾱγνώστης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπά το [[διάβασμα]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλαναγνώστης Medium diacritics: φιλαναγνώστης Low diacritics: φιλαναγνώστης Capitals: ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Transliteration A: philanagnṓstēs Transliteration B: philanagnōstēs Transliteration C: filanagnostis Beta Code: filanagnw/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fond of reading, Plu.Alex.8.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰναγνώστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλουτ. Ἀλεξ. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime la lecture.
Étymologie: φίλος, ἀναγνώστης.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν
αυτός που του αρέσει η ανάγνωση, το διάβασμα («ἦν δὲ φύσει φιλόλογος... καὶ φιλαναγνώστης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναγνώστης.

Greek Monotonic

φῐλᾰνᾱγνώστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά το διάβασμα, σε Πλούτ.