χειρολάβος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(46)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[επίδεσμος]] από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο [[χέρι]], κν. [[κούνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λάβος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- του [[λαμβάνω]], <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἐργο</i>-<i>λάβος</i>].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[επίδεσμος]] από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο [[χέρι]], κν. [[κούνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λάβος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- του [[λαμβάνω]], <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. [[ἐργολάβος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

χειρολάβος: -ον, ὁ ὑποστηρίζων τὴν χεῖρα, χειρουργικὴ σφενδόνη δι’ ἧς ὑποστηρίζεται πάσχουσα χείρ, ἴδε σφενδόνη ΙΙ, 1, Cocch. Chirurgg. Vett. 28.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
επίδεσμος από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο χέρι, κν. κούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -λάβος (< θ. λαβ- του λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β' -λαβ-ον), πρβλ. ἐργολάβος].