Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπεκκαίω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(43)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπεκκαίω]] ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> [[υποδαυλίζω]], [[διεγείρω]], [[υποκινώ]] με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το [[μίσος]]» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῡμεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κάτι]] από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[καίω]] [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκαίω]] «[[κατακαίω]], [[ανάβω]]»].
|mltxt=[[ὑπεκκαίω]] ΝΑ<br /><b>μτφ.</b> [[υποδαυλίζω]], [[διεγείρω]], [[υποκινώ]] με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το [[μίσος]]» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῦμεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[κάτι]] από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[καίω]] [[κάτι]] [[σιγά]] [[σιγά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκκαίω]] «[[κατακαίω]], [[ανάβω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 20:29, 13 June 2022

Greek Monolingual

ὑπεκκαίω ΝΑ
μτφ. υποδαυλίζω, διεγείρω, υποκινώ με επιτήδειο τρόπο (α. «με τα εμπρηστικά του άρθρα υπεκκαίει το μίσος» β. «τῇ φιλοτιμίᾳ ὑπεκκάομεν καὶ ἀναζωπυροῦμεν», Πλούτ.)
αρχ.
1. καίω κάτι από κάτω
2. καίω κάτι σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκαίω «κατακαίω, ανάβω»].