χορήγημα: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(46)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[χορηγῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />χρηματικό [[βοήθημα]], [[επίδομα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να καταβάλλει [[κανείς]] τις δαπάνες για [[κάτι]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[χορηγῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />χρηματικό [[βοήθημα]], [[επίδομα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να καταβάλλει [[κανείς]] τις δαπάνες για [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''χορήγημα:''' ατος τό расходы, издержки Plut.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορήγημα Medium diacritics: χορήγημα Low diacritics: χορήγημα Capitals: ΧΟΡΗΓΗΜΑ
Transliteration A: chorḗgēma Transliteration B: chorēgēma Transliteration C: chorigima Beta Code: xorh/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A expenditure on χοροί, Inscr.Délos 399A 51 al. (pl., ii B. C.).    2 generally, means of providing for, τινος Plu. Oth.9.

German (Pape)

[Seite 1365] τό, die Kosten, der Aufwand zur Aufführung eines Chors. – Uebh. das Hergeben der Kosten wozu, Plut. Oth. 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χορήγημα: τό, τὸ χορηγούμενον, χορηγία, τινος Πλουτάρχ. Ὄθων 9.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ χορηγῶ
νεοελλ.
χρηματικό βοήθημα, επίδομα
μσν.-αρχ.
το να καταβάλλει κανείς τις δαπάνες για κάτι.

Russian (Dvoretsky)

χορήγημα: ατος τό расходы, издержки Plut.