φρούδος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(45)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / φροῡδος, -ούδη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br />[[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]] (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῡδοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «εἰς φροῡδον» — σε [[καταστροφή]], σε αφανισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει [[άφαντος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που έχει αναχωρήσει, που έχει φύγει, [[φευγάτος]] («φροῡδος... δόμων ἄπο», <b>Ευρ.</b>)<br />β) αυτός που έχει απωλεσθεί, [[χαμένος]], καταστρεμμένος («εἰ τοῦτο γὰρ δὴ φροῡδος εἰμι πᾱς ἐγώ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φροῡδος ἀπληστίας» — απαλλαγμένος από την [[απληστία]] (Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής», σχηματισμένο από τη φρ. <i>πρὸ ὁδοῦ</i> (<b>πρβλ.</b> τον στ. της <i>Ιλιάδας</i> Δ 382 <i>οἱ δ</i>' [[ἐπεὶ]] οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο</i>), με [[πρόληψη]] της δασύτητας και [[κράση]]: <i>πρὸ ὁδοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>προhοδος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πhρο</i>-<i>οδος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φροῦδος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[φρουρός]])].
|mltxt=-α, -ο / φροῦδος, -ούδη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br />[[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]] (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῦδοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «εἰς φροῦδον» — σε [[καταστροφή]], σε αφανισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει [[άφαντος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που έχει αναχωρήσει, που έχει φύγει, [[φευγάτος]] («φροῦδος... δόμων ἄπο», <b>Ευρ.</b>)<br />β) αυτός που έχει απωλεσθεί, [[χαμένος]], καταστρεμμένος («εἰ τοῦτο γὰρ δὴ φροῦδος εἰμι πᾱς ἐγώ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φροῦδος ἀπληστίας» — απαλλαγμένος από την [[απληστία]] (Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής», σχηματισμένο από τη φρ. <i>πρὸ ὁδοῦ</i> (<b>πρβλ.</b> τον στ. της <i>Ιλιάδας</i> Δ 382 <i>οἱ δ</i>' [[ἐπεὶ]] οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο</i>), με [[πρόληψη]] της δασύτητας και [[κράση]]: <i>πρὸ ὁδοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>προhοδος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πhρο</i>-<i>οδος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φροῦδος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[φρουρός]])].
}}
}}

Revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

-α, -ο / φροῦδος, -ούδη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
μάταιος, ανώφελος, άχρηστος (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῦδοι», Ευρ.)
μσν.
φρ. «εἰς φροῦδον» — σε καταστροφή, σε αφανισμό
αρχ.
1. αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει άφαντος
2. (για πρόσ.) α) αυτός που έχει αναχωρήσει, που έχει φύγει, φευγάτος («φροῦδος... δόμων ἄπο», Ευρ.)
β) αυτός που έχει απωλεσθεί, χαμένος, καταστρεμμένος («εἰ τοῦτο γὰρ δὴ φροῦδος εἰμι πᾱς ἐγώ», Ευρ.)
3. φρ. «φροῦδος ἀπληστίας» — απαλλαγμένος από την απληστία (Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής», σχηματισμένο από τη φρ. πρὸ ὁδοῦ (πρβλ. τον στ. της Ιλιάδας Δ 382 οἱ δ' ἐπεὶ οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο), με πρόληψη της δασύτητας και κράση: πρὸ ὁδοῦ < προhοδος < πhρο-οδος < φροῦδος (βλ. και λ. φρουρός)].