Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοινίκουρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(45)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν τα κοινώς [[σήμερα]] γνωστά είδη [[καρβουνιάρης]] ή γιαννάκος ή κομπογιαννίτης, και [[κοκκινούρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phoenicurus</i> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκί</i>-<i>ουρος</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν τα κοινώς [[σήμερα]] γνωστά είδη [[καρβουνιάρης]] ή γιαννάκος ή κομπογιαννίτης, και [[κοκκινούρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phoenicurus</i> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκί</i>-<i>ουρος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινίκουρος:''' ὁ предполож., птица горихвостка (Ruticilla [[phoenicurus]]) Arst.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίκουρος Medium diacritics: φοινίκουρος Low diacritics: φοινίκουρος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: phoiníkouros Transliteration B: phoinikouros Transliteration C: foinikouros Beta Code: foini/kouros

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, perh.

   A red-start (i. e. red-tail), Luscinia phoenicurus, Arist.HA632b28, Gp.15.1.22.

German (Pape)

[Seite 1296] ὁ, der Rothschwanz, ein Vogel, Arist. H. A. 9, 49.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκουρος: ὁ, πτηνόν τι ἔχον κοκκίνην οὐράν, ἐρίθακος, «κοκκινόκωλος», Motacella phoenicurus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4, Γεωπον. 15. 1, 22, κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν τα κοινώς σήμερα γνωστά είδη καρβουνιάρης ή γιαννάκος ή κομπογιαννίτης, και κοκκινούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phoenicurus < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. σκί-ουρος].

Russian (Dvoretsky)

φοινίκουρος: ὁ предполож., птица горихвостка (Ruticilla phoenicurus) Arst.