τέρμονας: Difference between revisions
From LSJ
(41) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο /[[τέρμων]], -ονος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνορο]] αγρού<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις του άβακα της πρύμνης, τα στολίδια του αϊνά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όριο, [[σύνορο]]<br /><b>2.</b> [[τέρμα]], όριο<br /><b>3.</b> [[φράχτης]]<br /><b>4.</b> [[χείλος]], [[γύρος]] («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε | |mltxt=ο /[[τέρμων]], -ονος, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνορο]] αγρού<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις του άβακα της πρύμνης, τα στολίδια του αϊνά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όριο, [[σύνορο]]<br /><b>2.</b> [[τέρμα]], όριο<br /><b>3.</b> [[φράχτης]]<br /><b>4.</b> [[χείλος]], [[γύρος]] («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῖβος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[απόδοση]] στην Ελληνική του ονόματος του θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τέρμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
ο /τέρμων, -ονος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνορο αγρού
2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις του άβακα της πρύμνης, τα στολίδια του αϊνά
αρχ.
1. όριο, σύνορο
2. τέρμα, όριο
3. φράχτης
4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε Φοῖβος», Ευρ.)
5. απόδοση στην Ελληνική του ονόματος του θεού-προστάτη τών ορίων τών Λατίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρμα.