φωνητός: Difference between revisions
From LSJ
(45) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φωνῶ]]<br />αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο [[λεκτός]] («ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[φωνῶ]]<br />αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο [[λεκτός]] («ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φωνητός:''' -ή, -όν ([[φωνέω]]), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:17, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be spoken, ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός AP6.210 (Philet.). II utterable, τὸ ἔσχατον φ., opp. τὸ πρῶτον ἀκουστόν, Nicom.Harm.2.
Greek (Liddell-Scott)
φωνητός: -ή, -όν, λεκτός, ἅ τ’ οὐ φωνητὰ πρὸς ἄνδρας Ἀνθ. Παλατ. 6. 210.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut dire.
Étymologie: φωνέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φωνῶ
αυτός που μπορεί να λεχθεί, ο λεκτός («ἅ τ' οὐ φωνητὰ πρὸς ἀνδρός», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
φωνητός: -ή, -όν (φωνέω), αυτός που έχει λεχθεί, που έχει ειπωθεί, σε Ανθ.