υληγενής: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑλογενής]] και [[ὑλιγενής]], -ές, Α<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] ή, κατ' άλλους, αυτός που γεννήθηκε στο [[δάσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρι</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=και [[ὑλογενής]] και [[ὑλιγενής]], -ές, Α<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] ή, κατ' άλλους, αυτός που γεννήθηκε στο [[δάσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[πυριγενής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 10 May 2023

Greek Monolingual

και ὑλογενής και ὑλιγενής, -ές, Α
κατασκευασμένος από ξύλο ή, κατ' άλλους, αυτός που γεννήθηκε στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυριγενής].