τοξικομανής: Difference between revisions
From LSJ
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
(41) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Ν<br />αυτός που πάσχει από [[τοξικομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοξικός]] «[[δηλητηριώδης]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μονής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), | |mltxt=-ές, Ν<br />αυτός που πάσχει από [[τοξικομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοξικός]] «[[δηλητηριώδης]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μονής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[ναρκομανής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 10 May 2023
Greek Monolingual
-ές, Ν
αυτός που πάσχει από τοξικομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + -μονής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκομανής].