τραχηλάς: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[τραχηλᾶς]], ΝΜ<br /> (ως [[προσωνυμία]] του Μεγάλου Κωνσταντίνου) αυτός που έχει χοντρό τράχηλο<br /> <b>μσν.</b><br /> [[σκώπτης]], [[χλευαστής]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κεφαλ</i>-<i>άς</i>, <i>μαγουλ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=ο / [[τραχηλᾶς]], ΝΜ<br /> (ως [[προσωνυμία]] του Μεγάλου Κωνσταντίνου) αυτός που έχει χοντρό τράχηλο<br /> <b>μσν.</b><br /> [[σκώπτης]], [[χλευαστής]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράχηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> [[κεφαλάς]], [[μαγουλάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο / τραχηλᾶς, ΝΜ
(ως προσωνυμία του Μεγάλου Κωνσταντίνου) αυτός που έχει χοντρό τράχηλο
μσν.
σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -άς (πρβλ. κεφαλάς, μαγουλάς)].