κεφαλάς
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κεφαλᾱς και κεφαλάς)
άνθρωπος με μεγάλο κεφάλι, κεφάλας
νεοελλ.
ζωολ. κοινή ονομασία 80 πτηνών της οικογένειας λανιίδες
νεοελλ.-μσν.
(επί φραγκοκρατίας) Έλληνας ευπατρίδης τιμαριούχος που διατηρούσε όλα τα παλαιά προνόμια του
μσν.
αρχηγός, άρχοντας, διοικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. ψωμάς)].