τοσούτσικος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />(δεικτ. αντων.) [[τόσος]] δα, τόσο [[μικρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόσος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούτσικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μικρ</i>-<i>ούτσικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />(δεικτ. αντων.) [[τόσος]] δα, τόσο [[μικρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόσος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ούτσικος</i> ([[πρβλ]]. [[μικρούτσικος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(δεικτ. αντων.) τόσος δα, τόσο μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος)].