τηλόθι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(41)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[μακριά]], σε μακρινό [[σημείο]] ή [[χώρα]] («ἐν Ἄργεϊ [[τηλόθι]] πάτρης», Ομ,Ιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆλε]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ό</i>-<i>θι</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀγχ</i>-<i>όθι</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[μακριά]], σε μακρινό [[σημείο]] ή [[χώρα]] («ἐν Ἄργεϊ [[τηλόθι]] πάτρης», Ομ,Ιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆλε]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ό</i>-<i>θι</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀγχ</i>-<i>όθι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τηλόθῐ:''' επίρρ., = [[τῆλε]], [[τηλοῦ]], σε Όμηρ.· με γεν., [[τηλόθι]] πάτρης, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλόθῐ Medium diacritics: τηλόθι Low diacritics: τηλόθι Capitals: ΤΗΛΟΘΙ
Transliteration A: tēlóthi Transliteration B: tēlothi Transliteration C: tilothi Beta Code: thlo/qi

English (LSJ)

Adv.

   A = τῆλε, τηλοῦ, afar, at a distance, Od.1.22, Il.8.285, al., Theoc.24.116 codd.: c. gen., τηλόθι πάτρης Il.1.30, al.; νηῶν Q.S.14.410.

German (Pape)

[Seite 1107] adv., = τῆλε, τηλοῦ, fern; Il. 16, 461 u. oft; τὸν καὶ τηλόθ' ἐόντα, 8, 285, wie Αἰθίοπας τηλόθ' ἐόντας, Od. 1, 22; auch c. gen., τηλόθι πάτρης, fern von der Heimath, Il. 1, 30; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τηλόθῐ: Ἐπίρρ. = τῆλε, τηλοῦ, μακράν, ἐν σημείῳ μακρὰν ἀπέχοντι, Ὀδ. Α. 22, Ἰλ. Θ. 285, κ. ἀλλ., Θεόκρ. 24. 114 - μετὰ γεν., τηλόθι πάτρης Ἰλ. Α. 30, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 au loin;
2 loin de, gén..
Étymologie: *τηλός, -θι.

English (Autenrieth)

far away; w. gen., far from, Il. 1.30.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μακριά, σε μακρινό σημείο ή χώρα («ἐν Ἄργεϊ τηλόθι πάτρης», Ομ,Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. ἀγχ-όθι].

Greek Monotonic

τηλόθῐ: επίρρ., = τῆλε, τηλοῦ, σε Όμηρ.· με γεν., τηλόθι πάτρης, σε Ομήρ. Ιλ.