τυλιγάδι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] αποτελούμενο από ξύλινη διχαλωτή στο ένα της [[άκρο]] ράβδο, η οποία στο [[άλλο]] [[άκρο]] έχει μικρό κάθετο πάσσαλο και [[γύρω]] από την οποία τυλίγουν οι υφάντριες το [[νήμα]] και το κάνουν κούκλες, δέσμες<br /><b>2.</b> [[είδος]] παρασιτικού σκουληκιού της [[ελιάς]]<br /><b>3.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[πάπυρος]] τυλιγμένος σε κύλινδρο («κρατάν και σφίγουν τυλιγάδια και βιβλία», Παλαμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυλίγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ψεγ</i>-<i>άδι</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] αποτελούμενο από ξύλινη διχαλωτή στο ένα της [[άκρο]] ράβδο, η οποία στο [[άλλο]] [[άκρο]] έχει μικρό κάθετο πάσσαλο και [[γύρω]] από την οποία τυλίγουν οι υφάντριες το [[νήμα]] και το κάνουν κούκλες, δέσμες<br /><b>2.</b> [[είδος]] παρασιτικού σκουληκιού της [[ελιάς]]<br /><b>3.</b> <b>(ποιητ.)</b> [[πάπυρος]] τυλιγμένος σε κύλινδρο («κρατάν και σφίγουν τυλιγάδια και βιβλία», Παλαμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυλίγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. [[ψεγάδι]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:37, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. εργαλείο αποτελούμενο από ξύλινη διχαλωτή στο ένα της άκρο ράβδο, η οποία στο άλλο άκρο έχει μικρό κάθετο πάσσαλο και γύρω από την οποία τυλίγουν οι υφάντριες το νήμα και το κάνουν κούκλες, δέσμες
2. είδος παρασιτικού σκουληκιού της ελιάς
3. (ποιητ.) πάπυρος τυλιγμένος σε κύλινδρο («κρατάν και σφίγουν τυλιγάδια και βιβλία», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυλίγω + κατάλ. -άδι (πρβλ. ψεγάδι)].