ὑδερικός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(42) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕδερος]]<br /><b>1.</b> [[υδρωπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑδερικός]]<br />αυτός που πάσχει από ὕδερο. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[ὕδερος]]<br /><b>1.</b> [[υδρωπικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὑδερικός]]<br />αυτός που πάσχει από ὕδερο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑδερικός:''' [[ὕδερος]] водяночный ([[ἀρρώστημα]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A dropsical, διάθεσις Gal.8.380. Adv. -κῶς Id.15.167:—as Subst., ὁ ὑ. dropsical patient, Ruf. ap. Orib.7.26.129, Orib.9.42.1.
German (Pape)
[Seite 1172] wassersüchtig, ὑδερικὸν ἀῤῥώστημα, Wassersucht, Plut. Ant. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδερικός: -ή, -όν, (ὕδερος) ὑδρωπικός, διάθεσις Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ ὑδερικός, ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὕδερος
1. υδρωπικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑδερικός
αυτός που πάσχει από ὕδερο.