ὑμνητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑμνῶ]]<br />αυτός που εξυμνείται, που επαινείται.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑμνῶ]]<br />αυτός που εξυμνείται, που επαινείται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑμνητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ὑμνέω]], εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνητός Medium diacritics: ὑμνητός Low diacritics: υμνητός Capitals: ΥΜΝΗΤΟΣ
Transliteration A: hymnētós Transliteration B: hymnētos Transliteration C: ymnitos Beta Code: u(mnhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sung of, praised, lauded, εὐδαίμων καὶ ὑ. Pi.P.10.22, cf. 11.61, LXXDa.3.56.

German (Pape)

[Seite 1178] adj. verb. von ὑμνέω, besungen, gepriesen, preiswürdig; Pind. ἀνὴρ εὐδαίμων καὶ ὑμνητός, P. 10, 22, vgl. 11, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐξυμνούμενος, ἐπαινούμενος, εὐδαίμων καὶ ὑμν. Πινδ. Π. 10. 34, πρβλ. 11. 93.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être chanté ou célébré.
Étymologie: ὑμνέω.

English (Slater)

ὑμνητός
   1 celebrated in song εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα (P. 11.61)

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑμνῶ
αυτός που εξυμνείται, που επαινείται.

Greek Monotonic

ὑμνητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑμνέω, εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.