ὑπνώσσω: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Ν<br /><b>βλ.</b> [[υπνώττω]]. | |mltxt=Ν<br /><b>βλ.</b> [[υπνώττω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπνώσσω:''' Αττ. -ττω ([[ὕπνος]]), είμαι [[υπνηλός]] ή [[νυσταλέος]], σε Αισχύλ., Πλάτ.· [[απλώς]], [[κοιμάμαι]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. ὑπνώττω,
A to be sleepy or drowsy, ἄγαν ὑπνώσσεις A.Eu. 121, cf. 124, Hp.Epid.7.11 (v. ὑπνόω 11), Pl.R.534c, Arist.PA653a14, Gal.4.436, 439: simply, sleep, E.Or.173 (lyr.), Cyc.454 (where Herm. ὑπνώσσῃ for -ώσῃ): metaph., φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ my heart knows not sleep, A.Th.288 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1207] att. -ττω, schläfrig od. schlaftrunken sein, schlafen, Aesch. Eum. 119. 121; übertr., φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ, ruhen, Spt. 269; Eur. Or. 173; Plat. Rep. VII, 534 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνώσσω: Ἀττ. -ττω, εἶμαι ὑπνηλὸς ἢ νυσταλέος, ἄγαν ὑπνώσσεις Αἰσχύλ. Εὐμ. 121, πρβλ. 124, Πλάτ. Πολ. 534C· ἁπλῶς κοιμῶμαι, Εὐριπ. Ὀρ. 173, Κύκλ. 454 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. ὑπνώσσῃ ἀντὶ -ώσῃ)· - μεταφορ., φόβῳ δ’ οὐχ ὑπνώσσει κέαρ Αἰσχύλ. Θήβ. 287.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
sommeiller, être endormi ou assoupi.
Étymologie: ὕπνος.
Greek Monolingual
Ν
βλ. υπνώττω.
Greek Monotonic
ὑπνώσσω: Αττ. -ττω (ὕπνος), είμαι υπνηλός ή νυσταλέος, σε Αισχύλ., Πλάτ.· απλώς, κοιμάμαι, σε Ευρ.