υποδώριος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(43)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποδώριος]], -ον, ΝΑ, και [[υποδωρικός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[υποδώριος]]<br />(ενν. [[τρόπος]]) α) (στην αρχ. μουσ.) [[μουσικός]] [[τρόπος]], [[αρμονία]] που ακολουθεί την [[κατά]] μία πέμπτη χαμηλότερη [[κλίμακα]] του δώριου τρόπου<br />β) η [[εκδοχή]] του τρόπου [[αυτού]] στη μεσαιωνική [[Ευρώπη]], που αποτελούσε τον πλάγιο εκκλησιαστικό τρόπο ο [[οποίος]] έχει ως [[βάση]] το <i>ρε</i> και η έκτασή του κινείται από την πέμπτη χαμηλότερα του <i>ρε</i> ώς την [[έκτη]] υψηλότερά του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> (για [[αρμονία]]) αυτός που μοιάζει με τον δώριο ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δώριος]] «[[δωρικός]]»].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑποδώριος]], -ον, ΝΑ, και [[υποδωρικός]], -ή, -ό, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υποδώριος]]<br />(ενν. [[τρόπος]]) α) (στην αρχ. μουσ.) [[μουσικός]] [[τρόπος]], [[αρμονία]] που ακολουθεί την [[κατά]] μία πέμπτη χαμηλότερη [[κλίμακα]] του δώριου τρόπου<br />β) η [[εκδοχή]] του τρόπου [[αυτού]] στη μεσαιωνική [[Ευρώπη]], που αποτελούσε τον πλάγιο εκκλησιαστικό τρόπο ο [[οποίος]] έχει ως [[βάση]] το <i>ρε</i> και η έκτασή του κινείται από την πέμπτη χαμηλότερα του <i>ρε</i> ώς την [[έκτη]] υψηλότερά του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> (για [[αρμονία]]) αυτός που μοιάζει με τον δώριο ρυθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δώριος]] «[[δωρικός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποδώριος, -ον, ΝΑ, και υποδωρικός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο υποδώριος
(ενν. τρόπος) α) (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος, αρμονία που ακολουθεί την κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα του δώριου τρόπου
β) η εκδοχή του τρόπου αυτού στη μεσαιωνική Ευρώπη, που αποτελούσε τον πλάγιο εκκλησιαστικό τρόπο ο οποίος έχει ως βάση το ρε και η έκτασή του κινείται από την πέμπτη χαμηλότερα του ρε ώς την έκτη υψηλότερά του
αρχ.
μουσ. (για αρμονία) αυτός που μοιάζει με τον δώριο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δώριος «δωρικός»].