ὑπώροφος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπώροφος]], -ον, ΝΜΑ<br />στεγασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ὑπώροφος]] [[οικία]]»<br />(στην [[ποίηση]]) [[φωλιά]] χελιδονιού στο [[γείσο]] οροφής (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) «[[ὑπώροφος]] βοή» — [[ανάλαφρος]] [[ήχος]], όπως ο [[ήχος]] του καλαμένιου αυλού (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ώροφος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπώροφος]], -ον, ΝΜΑ<br />στεγασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ὑπώροφος]] [[οικία]]»<br />(στην [[ποίηση]]) [[φωλιά]] χελιδονιού στο [[γείσο]] οροφής (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) «[[ὑπώροφος]] βοή» — [[ανάλαφρος]] [[ήχος]], όπως ο [[ήχος]] του καλαμένιου αυλού (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ώροφος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπώροφος:''' -ον, = το προηγ., σε Ευρ.· λέγεται για [[φωλιά]] χελιδονιού, [[κάτω]] από το [[γείσο]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπώροφος Medium diacritics: ὑπώροφος Low diacritics: υπώροφος Capitals: ΥΠΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypṓrophos Transliteration B: hypōrophos Transliteration C: yporofos Beta Code: u(pw/rofos

English (LSJ)

ον, = foreg., E.El.1166, Ph.299, HF107 (all lyr.), Call. Iamb.1.414; of a swallow's nest,

   A under the eaves, AP10.2 (Antip. Sid.): c. dat., ὑ. τῷ ἀνδρί Berl.Sitzb.1927.164 (Cyrene).

German (Pape)

[Seite 1242] = Vorigem; μέλαθρα Eur. Phoen. 306; χελιδών Antp. Sid. 37 (X, 2); – βοὰ ὑπώροφος, ein Ton, wie der der Rohrpfeife, sanft, leise, von ὄροφος = κάλαμος, Eur. El. 1166; s. Lob. zu Phryn. 706.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπώροφος: ον = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἠλ. 1166, Φοίν. 299, Ἡρ. Μαιν. 107· ὑπ. οἰκία, ἡ ὑπὸ τὸ γεῖσον φωλεὰ τῆς χελιδόνος, Ἀνθ. Παλατ. 10. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ὑπωρόφιος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπώροφος, -ον, ΝΜΑ
στεγασμένος
αρχ.
φρ. α) «ὑπώροφος οικία»
(στην ποίηση) φωλιά χελιδονιού στο γείσο οροφής (Ανθ. Παλ.)
β) «ὑπώροφος βοή» — ανάλαφρος ήχος, όπως ο ήχος του καλαμένιου αυλού (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ὑπώροφος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.· λέγεται για φωλιά χελιδονιού, κάτω από το γείσο, σε Ανθ.