φίλαρχος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φίλαρχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που κατέχεται από [[πάθος]] για [[εξουσία]], αυτός που επιδιώκει με [[κάθε]] [[μέσο]] την [[αρχή]], την [[εξουσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φίλαρχον</i><br />η [[φιλαρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φίλαρχος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που κατέχεται από [[πάθος]] για [[εξουσία]], αυτός που επιδιώκει με [[κάθε]] [[μέσο]] την [[αρχή]], την [[εξουσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φίλαρχον</i><br />η [[φιλαρχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φίλαρχος:''' -ον ([[ἀρχή]]), αυτός που αγαπά τη [[δύναμη]], [[φιλόδοξος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαρχος Medium diacritics: φίλαρχος Low diacritics: φίλαρχος Capitals: ΦΙΛΑΡΧΟΣ
Transliteration A: phílarchos Transliteration B: philarchos Transliteration C: filarchos Beta Code: fi/larxos

English (LSJ)

ον,

   A fond of rule or power, ambitious, Pl.Phd.82c, R.549a, Plb.6.48.8 (Sup.), Phld.Ir. p.37 W., etc.: τὸ φ. = φιλαρχία, Plu.2.793e.

German (Pape)

[Seite 1275] die Herrschaft liebend, herrschsüchtig; καὶ φιλότιμος Plat. Phaed. 82 c, wie Rep. VIII, 549 a; φιλαρχότατος Pol. 6, 48, 8; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φίλαρχος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ ἀγαπῶν νὰ ἄρχῃ, νὰ κυβερνᾷ, νὰ ἐξουσιάζῃ, φιλόδοξος, Πλάτων ἐν Φαίδωνι 82C, ἐν Πολ. 549Α, Πολύβ., κλπ.· ― τὸ φίλαρχον = φιλαρχία, Πλούτ. 1. 793Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le pouvoir, la domination ; τὸ φίλαρχον c. φιλαρχία.
Étymologie: φίλος, ἀρχή.

Greek Monolingual

-η, -ο / φίλαρχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κατέχεται από πάθος για εξουσία, αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο την αρχή, την εξουσία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαρχον
η φιλαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -αρχος].

Greek Monotonic

φίλαρχος: -ον (ἀρχή), αυτός που αγαπά τη δύναμη, φιλόδοξος, σε Πλάτ.