χολέδρα: Difference between revisions
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
(46) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=choledra | |Transliteration C=choledra | ||
|Beta Code=xole/dra | |Beta Code=xole/dra | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[groove]], Eratosth. ap. Eutoc. <span class="title">in Archim.</span>p.94 H. (pl.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">gutter, drain-pipe</b>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>98.9</span>, <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>182.7</span>, <span class="bibl">Horap.1.21</span>; written <b class="b3">χολέρα</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:35, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A groove, Eratosth. ap. Eutoc. in Archim.p.94 H. (pl.). 2 gutter, drain-pipe, Ph.Bel.98.9, Apollod.Poliorc.182.7, Horap.1.21; written χολέρα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1363] ἡ, Sp., = χολέρα 2, zw.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
η υδρορρόη οροφής («τὰς χολέδρας καὶ τοὺς εἰσαγωγεῑς τῶν ἱερῶν κρηνῶν λεοντομόρφους κατεσκεύασαν οἱ ἀρχαῑοι τῶν ἱερῶν ἔργων ἐπιστάται», Ωραπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ερμηνεία της λ. ως σύνθετης από τους τ. χολή και ἕδρα, στην οποία θα οδηγούσε η μορφή της, όπως και οι διάφορες άλλες συνδέσεις που προτείνονται (λ.χ. με το ρ. χεω ή με το θ. δρᾶ- τών διδράσκω, δραπέτης), ή η θεώρηση της ως δάνειας, παραμένουν απλές υποθέσεις που δεν συμβάλλουν στην ετυμολόγησή της].