ίππουρις: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἵππουρις]], -ούριδος)<br />η [[ουρά]] του ίππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> το [[σύνολο]] τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν [[προς]] τα [[κάτω]] [[λοξά]] και παράλληλα [[προς]] το τελικό [[νημάτιο]] του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι [[τρίχες]] την [[ουρά]] του αλόγου<br /><b>2.</b> [[θύσανος]] από [[τρίχες]] ουράς ίππου για [[διακόσμηση]] περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει θύσανο από [[ουρά]] ίππου, ο διακοσμημένος με [[ουρά]] ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ουρά]] σατύρου<br /><b>3.</b> [[πάθηση]] του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] υδρόβιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ις</i> (πρβλ. [[άμπωτις]], [[κίθαρις]], [[πάρδαλις]])].
|mltxt=η (Α [[ἵππουρις]], -ούριδος)<br />η [[ουρά]] του ίππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> το [[σύνολο]] τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν [[προς]] τα [[κάτω]] [[λοξά]] και παράλληλα [[προς]] το τελικό [[νημάτιο]] του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι [[τρίχες]] την [[ουρά]] του αλόγου<br /><b>2.</b> [[θύσανος]] από [[τρίχες]] ουράς ίππου για [[διακόσμηση]] περικεφαλαίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει θύσανο από [[ουρά]] ίππου, ο διακοσμημένος με [[ουρά]] ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ουρά]] σατύρου<br /><b>3.</b> [[πάθηση]] του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] υδρόβιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ις</i> (πρβλ. [[άμπωτις]], [[κίθαρις]], [[πάρδαλις]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἵππουρις, -ούριδος)
η ουρά του ίππου
νεοελλ.
1. ανατ. το σύνολο τών τελευταίων ιερών και κοκκυγικών ριζών, οι οποίες προχωρούν προς τα κάτω λοξά και παράλληλα προς το τελικό νημάτιο του νωτιαίου μυελού και το καλύπτουν, όπως σκεπάζουν οι τρίχες την ουρά του αλόγου
2. θύσανος από τρίχες ουράς ίππου για διακόσμηση περικεφαλαίας
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που έχει θύσανο από ουρά ίππου, ο διακοσμημένος με ουρά ίππου («κόρυθ'... ἵππουριν», Ομ. Ιλ.)
2. ουρά σατύρου
3. πάθηση του μέρους όπου χωρίζονται τα σκέλη, η οποία προέρχεται από συνεχή ιππασία
4. είδος υδρόβιου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἱππ(ο)- + οὐρά, κατά τα θηλ. σε -ις (πρβλ. άμπωτις, κίθαρις, πάρδαλις)].