ἀγκυλοχήλης: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγκῠλοχήλης:''' -ου, ὁ ([[χηλή]]), αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια ή οπλές, σε Βατραχομ. | |lsmtext='''ἀγκῠλοχήλης:''' -ου, ὁ ([[χηλή]]), αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια ή οπλές, σε Βατραχομ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγκῠλοχήλης:''' <b class="num">1)</b> с кривыми когтями ([[βυρσαίετος]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> с кривыми клешнями ([[καρκίνος]] Batr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (χηλή)
A with crooked claws, v. l. in Batr.294, Ar.Eq.197, cf. Sch. (χείλης codd.).
German (Pape)
[Seite 15] ὁ, krummscheerig, Krebs, Batr. 296.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au bec recourbé.
Étymologie: ἀγκύλος, χηλή.
Spanish (DGE)
(ἀγκῠλοχήλης) -ου
de garras corvas o ganchudas αἰγυπιοί Hes.Sc.405, βυρσαίετος Ar.Eq.197, 204.
Greek Monotonic
ἀγκῠλοχήλης: -ου, ὁ (χηλή), αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια ή οπλές, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκῠλοχήλης: 1) с кривыми когтями (βυρσαίετος Arph.);
2) с кривыми клешнями (καρκίνος Batr.).