ἀγανακτητός: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγανακτητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἀγανακτέω]], [[ενοχλητικός]], [[ερεθιστικός]], [[εκνευριστικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀγανακτητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἀγανακτέω]], [[ενοχλητικός]], [[ερεθιστικός]], [[εκνευριστικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγᾰνακτητός:''' досадный, неприятный, вызывающий негодование, возмутительный Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A vexatious, Pl.Grg. 511b.
German (Pape)
[Seite 8] ή, όν, Unwillen erregend, Plat. Gorg. 511 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγανακτητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐνοχλητικός, Πλάτ. Γοργ. 511Β. ἀγανακτητέον, ῥηματ. ἐπίθ. πρέπει ν’ ἀγανακτῇ τις.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
irritant.
Étymologie: adj. verb. d’ἀγανακτέω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
enfadoso, molesto οὔκουν τοῦτο δὴ καὶ τὸ ἀγανακτητόν; Pl.Grg.511b.
Greek Monotonic
ἀγανακτητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀγανακτέω, ενοχλητικός, ερεθιστικός, εκνευριστικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰνακτητός: досадный, неприятный, вызывающий негодование, возмутительный Plat.