ἀελπτέω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀελπτέω:''' ([[ἄελπτος]]), δεν έχω [[ελπίδα]]· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀελπτέω:''' ([[ἄελπτος]]), δεν έχω [[ελπίδα]]· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον [[εἶναι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀελπτέω:''' (только part. praes.) отчаяться, утратить надежду: ἀελπτέοντες σόον εἶναι Hom. не ожидавшие, что он невредим; ἀελπτέοντες τοὺς Ἓλληνας ὑπερβαλέεσθαι Her. не рассчитывая на то, что греки одолеют.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀελπτέω Medium diacritics: ἀελπτέω Low diacritics: αελπτέω Capitals: ΑΕΛΠΤΕΩ
Transliteration A: aelptéō Transliteration B: aelpteō Transliteration C: aelpteo Beta Code: a)elpte/w

English (LSJ)

   A have no hope, despair, only in part., ἀελπτέοντες σόον εἶναι Il.7.310; ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.

Greek (Liddell-Scott)

ἀελπτέω: εἶμαι ἄελπτος, δὲν ἔχω ἐλπίδα, ἀπογινώσκω, μόνον ἐν τῇ μετοχῇ ἀπαντᾷ, ἀελπτέοντες σόον εἶναι, Ἰλ. Η. 310· ἀ. τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, Ἡρόδ. 7. 168. Οἱ τύποι ἀελπέω, ἀελπής, ὑποστηρίζονται ὑπὸ Λοβ. Φρύν. 569.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés.
ne point espérer, ne pas s’attendre à, inf..
Étymologie: ἄελπτος.

English (Autenrieth)

be hopeless; ἀϝελπτέοντες σόον εἶναι, ‘despairing of his safety,’ i. e. ‘recovering him safe beyond their hopes,’ Il. 7.310†.

Spanish (DGE)

desesperar ἀ. σόον εἶναι Il.7.310, τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι Hdt.7.168.

Greek Monotonic

ἀελπτέω: (ἄελπτος), δεν έχω ελπίδα· μόνο στη μτχ., ἀελπτέοντες σόον εἶναι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀελπτέοντες τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀελπτέω: (только part. praes.) отчаяться, утратить надежду: ἀελπτέοντες σόον εἶναι Hom. не ожидавшие, что он невредим; ἀελπτέοντες τοὺς Ἓλληνας ὑπερβαλέεσθαι Her. не рассчитывая на то, что греки одолеют.