ἀειδίνητος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀειδίνητος:''' [ῑ], -ον ([[δινέω]]), αυτός που περιστρέφεται [[συνεχώς]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀειδίνητος:''' [ῑ], -ον ([[δινέω]]), αυτός που περιστρέφεται [[συνεχώς]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀειδίνητος:''' (δῑ) вечно вращающийся ([[ἄτρακτος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A ever-revolving, ἄτρακτος, σφαῖρα, AP6.289 (Leon.), Nonn.D.6.87.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειδίνητος: [ῖ], -ον, ὁ ἀεὶ περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 6. 289.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tourne toujours.
Étymologie: ἀεί, δινέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
que gira constantemente, ἄτρακτος AP 6.289 (Leon.), κύκλος Gr.Naz.M.37.780, cf. Anecd.Ludw.149.19, σφαῖρα Nonn.D.6.87, κίνησις Dion.Ar.CH 15.9.
Greek Monotonic
ἀειδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται συνεχώς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀειδίνητος: (δῑ) вечно вращающийся (ἄτρακτος Anth.).