ἀθωράκιστος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθωράκιστος:''' -ον (θωρᾱκίζω), αυτός που δεν [[φορά]] θώρακα ([[πανοπλία]]), σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀθωράκιστος:''' -ον (θωρᾱκίζω), αυτός που δεν [[φορά]] θώρακα ([[πανοπλία]]), σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθωράκιστος:''' (ρᾱ) не покрытый броней Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱκ], ον,
A without breastplate or body-armour, X.Cyr. 4.2.31, Plu.Aem.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθωράκιστος: [ᾱκ], ον, ἄνευ θώρακος, Ξεν. Κυρ. 4. 2, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans cuirasse.
Étymologie: ἀ, θωρακίζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 de pers. que no tiene coraza X.Cyr.4.2.31
•de caballos que carece de peto Posidonius 1.
2 adv. -ως fig. sin coraza, desprotegidamente οἱ ἀθωράκιστοι καὶ ἀφυλάκτως διοδεύοντες Gr.Nyss.Hom. in Eccl.432.9.
Greek Monotonic
ἀθωράκιστος: -ον (θωρᾱκίζω), αυτός που δεν φορά θώρακα (πανοπλία), σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀθωράκιστος: (ρᾱ) не покрытый броней Xen., Plut.