ἀγαμένως: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγᾰμένως:''' επίρρ. μτχ. ενεστ. του [[ἄγαμαι]], με θαυμασμό, με σεβασμό, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀγᾰμένως:''' επίρρ. μτχ. ενεστ. του [[ἄγαμαι]], με θαυμασμό, με σεβασμό, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγᾰμένως:''' восторженно, одобрительно (τὸν λόγον τινὸς ἀποδέχεσθαι Plat.; λέγειν Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. part. pres. of ἄγαμαι,
A with admiration or respect, ἀ. λέγειν Arist.Rh.1408a18; ἀ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Pl.Phd.89a.
German (Pape)
[Seite 8] beifällig, mit Bewunderung u. Beifall, z. B. δέξασθαι λόγον Plat. Phaed. 89 a; dem ταπεινῶς entgegenstehend bei Arist. Rhet. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰμένως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἄγαμαι, μετὰ θαυμασμοῦ ἢ ἐπικροτήσεως, ἀγ. λέγειν, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 7, 3· ἀγ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο, μετὰ σεβασμοῦ ἢ συγκαταθέσεως, Heind. Πλάτ. Φαίδ. 89Α.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec admiration ou respect;
2 de façon à exciter l’admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. pres. de ἄγαμαι
1 con aire de aprobación ἀ. ... τὸν λόγον ἀπεδέξατο Pl.Phd.89a.
2 con admiración λέγειν Arist.Rh.1408a18, (ἐπιστολήν) ταύτην ἀνέγνων ... ἀ. Synes.Ep.101.
Greek Monotonic
ἀγᾰμένως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του ἄγαμαι, με θαυμασμό, με σεβασμό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰμένως: восторженно, одобрительно (τὸν λόγον τινὸς ἀποδέχεσθαι Plat.; λέγειν Arst.).